- μηλοβόλος
- ο(στο παρελθόν) νέος που πετούσε μήλα σε κοπέλα ως εκδήλωση τής αγάπης του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μηλοβολία — η [μηλοβόλος] (κατά παλαιότερη συνήθεια) πέταγμα μήλου σε κοπέλα από νέο ως ένδειξη τής αγάπης του … Dictionary of Greek
μηλοβολώ — άω και έω (Α μηλοβολῶ, έω) νεοελλ. (στο παρελθόν) πετώ μήλα σε κοπέλα για να φανερώσω την αγάπη μου αρχ. πετώ μήλα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βολῶ, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μηλοβόλος] … Dictionary of Greek